- εὔγνωμον
- εὐγνώμωνof good feelingmasc/fem voc sgεὐγνώμωνof good feelingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευγνώμων — ον (ΑΜ εὐγνώμων, ον) 1. αυτός που αναγνωρίζει κάποια χάρη ή προσφορά που τού έγινε και τιμά τον ευεργέτη του 2. εκείνος που ανταποδίδει ή αισθάνεται υποχρεωμένος να ανταποδώσει την ευεργεσία αρχ. μσν. 1. καλόγνωμος, διαλλακτικός 2. επιεικής,… … Dictionary of Greek
ВЕЛЛАС — [греч. Βέλλας] Василиос (1902, Янина 1969), греч. правосл. библеист, профессор богословского фак та Афинского ун та. После завершения общего образования был направлен в качестве стипендиата в Ризариевское церковное уч ще в Афинах, к рое закончил… … Православная энциклопедия